- βαρβαριστί
- βαρβαριστί επίρρ. (Α) [βαρβαρίζω]1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρβαριστί — in barbarous fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)